Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Υποκρισία, προσποίηση, θέατρο και άλλα τινά… διπρόσωπα



Υποκρισία, προσποίηση, θέατρο και άλλα τινά… διπρόσωπα
Του Παντελή Γιαννακόπουλου          
    Η υποκρισία, η προσπάθεια δηλ. κάποιου να αποκρύψει τους αληθινούς του σκοπούς, να συγκαλύψει τον πραγματικό του εαυτό και να προβάλλει μια ψευδεπίγραφη εικόνα των ιδεών και των συναισθημάτων του, είναι προφανώς το αλλοιωμένο πρόσωπο των προθέσεών του για την εξασφάλιση: ευμενέστερης θέσης από το συνομιλητή (κατά τεκμήριο αντίπαλο), θετικότερης αντιμετώπισης των προθέσεών του, χρόνου αντίδρασης για τη στήριξη των διαπραγματευτικών του ατού, συναίνεσης, συνηγορίας, βοήθειας, εκμετάλλευσης κ.λπ.
    Προφανώς υποκρισία (διάβαζε και προσποίηση) δεν είναι μόνον η επιδίωξη κάποιου να επισύρει την εύνοια συνανθρώπου του, υποκρινόμενος ότι αποδέχεται τις γνώμες ή αξιώσεις του, ούτε η  συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια κάποιου να μην εμφανίσει τον πραγματικό εαυτό του και να παρουσιάσει μια ψεύτικη εικόνα για τις ιδέες, τα συναισθήματα και τις προθέσεις του. Ο Αισχύλος είχε γράψει: «Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από τα ωραία λόγια που σε ξεγελάνε»· και ο Ευριπίδης: «Όποιος, ενώ είναι άδικος, έχει την ικανότητα να λέγει σοφά λόγια, αξίζει τη μεγαλύτερη τιμωρία. Γιατί έχοντας την πεποίθηση ότι με τα όμορφα λόγια εύκολα θα σκεπάσει το άδικο, τολμά να κάνει πανούργες πράξεις»· αλλά και ο Μαίνανδρος: «Κακούργος άνθρωπος, αν υποδυθεί ευγενική όψη, είναι κρυμμένη παγίδα για τους άλλους ανθρώπους». Αυτά και άλλα παρόμοια που ελέχθησαν από τους σοφούς, δεν επαρκούν για να αποδοθεί ικανοποιητικά το νόημα της λέξεως. Ούτε και ο αφορισμός του Δημοσθένη: «Είναι ιδιαίτερα ανόητοι όσοι επινοούν ψεύδη (υποκρίνονται)» φανερώνει τα πολλά πρόσωπα της υποκρισίας. Όμως και ο Θεάνθρωπος διακήρυξε: «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί… λέγουσι γαρ και ου ποιούσι».   Γιατί όμως αισθάνομαι ότι η υποκρισία έχει τελικώς περισσότερα πρόσωπα από τα μνημονευθέντα;
    Αδυνατώ να θυμηθώ πού ανέγνωσα τη φράση: «Υποκρισία είναι η επιτήδευση της αρετής», όπως αδυνατώ να αντιληφθώ και το βαθύτερο νόημά της. Επιτήδευση πάντως είναι η έλλειψη φυσικότητας στη συμπεριφορά, η προσποίηση. Ειπώθηκε ότι «η επιτήδευση είναι η σοφία των μωρών και η μωρία πολλών σχετικώς φρονίμων ανθρώπων», ίσως· όμως υποκρισία εξακολουθεί να σημαίνει και κάτι άλλο. Θα μπορούσε π.χ. να αποτελεί στοιχείο… ελιγμού κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων σε διακρατικό, δι-επιχειρηματικό ή (καθημερινό) διανθρώπινο επίπεδο και να χαρακτηριστεί ως η “πειθώ” του αδύναμου, ο οποίος  προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή του (να πετύχει το σκοπό του), δε διστάζει να καθαγιάσει το μέσον περιβάλλοντάς το με το μανδύα μιας αποφασιστικής (ή αν θέλετε επιθετικής) ηθικής.  Κάτι που μάλλον έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την κρατούσα άποψη ότι η υποκρισία συμβάλλει στο έλλειμμα ηθικής, που οσημέραι διογκώνεται, προσδιορίζοντας αρνητικά το “δια ταύτα” της διαπραγμάτευσης, της επιθυμητής παρ’ αμφοτέρων των μερών συναλλαγής (ή ανταλλαγής απόψεων, θέσεων, ιδεών), της συμφωνίας.
    Η υποκρισία, η κρυψίνοια, ο ιησουιτισμός, συμπεριλαμβάνουν μία ευρεία γκάμα…θυτών και θυμάτων και πλήθος θεμάτων που αφορούν στις αντώνυμες αυτές έννοιες. Υποκρίνονται οι απλοί άνθρωποι αλλά και οι…σύνθετοι, οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι…αδύνατοι και οι…χοντρούληδες. Και ποιος δεν υποκρίνεται. Θρησκεία η υποκρισία με φανατικούς πιστούς. Από τον μαθητή του δημοτικού που υποκρίνεται τον ασθενή για να δικαιολογήσει στο δάσκαλο την καθυστερημένη είσοδό του στην αίθουσα διδασκαλίας, τον ερωτευμένο νεαρό που απαριθμεί τα πάσης φύσεως κατορθώματα και επιδόσεις του, για να εξασφαλίσει τον θαυμασμό και την παραδοχή από την καλή του, τον…χαδιάρη σύζυγο που καμώνεται το “πτώμα” στην κούραση για να αντιμετωπισθεί  με τρυφερότητα από το έτερον ήμισύ του, μέχρι τον ποδοσφαιριστή που αφού τσακίσει τα πόδια του αντιπάλου παίκτη, προσπαθεί αμέσως μετά να τον βοηθήσει να σταθεί όρθιος προσποιούμενος τον συντετριμμένο˙ από τον πολιτικό που δήθεν θλίβεται μέχρι δακρύων για την φυσική ή επαγγελματική εξόντωση του πολιτικού του αντιπάλου, τον υπουργό που παρουσιάζεται να συμπάσχει με τον ομόλογό του…ημιεχθρικής χώρας για τη θεομηνία που τη βρήκε, μέχρι τον Παναγιώτατο που συνηγορεί (λόγοι διπλωματικοί ή πολιτικοί το επιβάλλουν) για την ένταξη της γείτονος στην Ε.Ε., όλοι προσποιούνται. Τα κατά συνθήκην δηλονότι ψεύδη καλά κρατούν. Αποτελούν πλέον μια παγιωμένη κατάσταση απολύτως αποδεκτή. Ένα modus vivendi που αν επιχειρήσουμε να εξαλείψουμε στο εμπορικό, στρατιωτικό, πολιτικό, θρησκευτικό κατεστημένο, θα προκληθούν ανταρραχές και τριγμοί στα οικοδομήματα των διαπροσωπικών αλλά και των Διεθνών Δημοσίων Σχέσεων.
    Πολλοί πιστεύουν ότι τίποτε δε θα ’πρεπε να δικαιολογεί την υποκρισία, πλην της περίπτωσης κατά την οποία η χώρα ή ο κόσμος μετατραπεί σε ένα τεράστιο θέατρο. Φαντάζεστε; Περισσότερο θα συμφωνούσα με τους υποστηρικτές της απόψεως ότι ο όρος υποκρισία θα μπορούσε να περιοριστεί στο πλαίσιο μιας “ενσυνείδητης απάτης”, η οποία δε βρίσκεται κατ’ ανάγκη εκτός “ηθικής δεοντολογίας” και ότι αυτό που την αναγκάζει να εκδηλωθεί, παράγει έννομο αποτέλεσμα. Ωστόσο, μία μικρή εκποίηση της ηθικής είναι αναπόφευκτη και αποτελεί μια περιορισμένης εκτάσεως ανατροπή, που προσκομίζει…ενοχές· το τίμημα -ενδεχομένως- οιασδήποτε ηθικής παρέκκλισης ή της συμφωνίας μεταξύ αυτού που πρέπει να τελεσθεί (επιτευχθεί) και εκείνου που ο ηθικός νόμος επιτάσσει, ακόμη και όταν η υποκρισία χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως υπηρέτης του καλού (;).
    Πού όμως οφείλονται στην περίπτωσή μας η εσκεμμένη παραμόρφωση του “ηθικού κέντρου” του υποκρινόμενου ανθρώπου, η εγκατάλειψη από αυτόν της ιδέας της ευγενούς άμιλλας και ο προσωρινός έστω παραμερισμός της συναισθηματικής νοημοσύνης του από την υπεραντίληψη (;) των ενστίκτων; Γιατί όσο περισσότερο αληθοφανές είναι το επιχείρημα του υποκρινόμενου, τόσο οι πιθανότητες του συνομιλητή του (του αντιπάλου δηλονότι ή μελλοντικού θύματος) να ανταποκριθεί θετικά σ’ αυτό γίνονται περισσότερες;  Η απάντηση είναι σύνθετη. Το διαφορετικό ιδεώδες που προβάλλεται ύστερα από την ηθελημένη παραμόρφωση του λόγου, της επιθυμίας, της στάσης ζωής -όπως αυτή επιτάσσεται από το “ηθικό κέντρο”- αποσκοπεί στην εξασφάλιση θετικότερης αντίδρασης ή έστω της συναίνεσης στα προτεινόμενα από τον υποκρινόμενο να υιοθετηθούν. Το… δίκαιον του αγώνα, ο υφέρπων εγωισμός, η υπερεκτίμηση των ικανοτήτων, η υποτίμηση του αντιπάλου και άλλα παρόμοια ηχηρά, διαμορφώνουν τελικώς τη φυσική (που ίσως είναι και η  “αρχική”) συμπεριφορά του… επιμένοντος υποκριτικά. Η (επηρμένη) νοητική διεργασία που λαβαίνει χώρα υπό την πίεση των παραπάνω παραμέτρων, τον οδηγούν στον αυτοπροσδιορισμό του ευφυούς που πρέπει και μπορεί να πείσει τους άλλους να αποδεχθούν μια πρόταση (συναλλαγή), από την οποία θα βγουν δήθεν κερδισμένοι αμφότεροι. Αν στον εγωισμό του υποκριτή προσθέσουμε και στοιχεία απληστίας, ματαιοδοξίας και ίσως μισαλλοδοξίας και σαδισμού, τότε θα προβάλει η ζοφερή εικόνα του σκοτεινού προσώπου του κυρίαρχου κακού. Και πάλιν όμως, είναι έτσι;
    Αλήθεια, το δίκαιον του αγώνα -γενικώς- κατά πόσον δικαιολογεί την: αλλαγή στάσεως, συμπεριφοράς, μετατόπιση του ηθικού κέντρου, τοποθέτηση προσωπείου; Όταν η ευνομούμενη πολιτεία προμηθεύεται πολεμικό υλικό (εξοπλίζεται δηλονότι για να αντιμετωπίσει τον επιβουλευόμενο τα σύνορα, την ελευθερία, τα ιερά και τα όσιά της), μετατρέπεται πιθανόν από ένα ειρηνικό κράτος σε μια πολεμική μηχανή. Αλλάζει επομένως πρόσωπο και συμπεριφορά και μετά από χρόνια υπό τα όπλα, ίσως και συνηθίσει να έχει πλέον αυτήν την “χάλκινη όψη του πολέμου”. Ωστόσο, αφού η συμπεριφορά του δεν είναι κατακτητική, παραμένει ειρηνικό (αληθινά και όχι υποκριτικά· αποδεδειγμένα!)  κράτος. Θα μπορούσαμε συνεπώς να υποστηρίξουμε ότι στο δικαιικό βωμό θυσιάζεται μεν  μέρος του ορθού λόγου, της αξιοπιστίας, της ηθικής, η ουσία όμως (που είναι η υπακοή στους κανόνες ζωής που θέσπισε ο Θεός και η συμμόρφωση στους νόμους που θεσμοθέτησε η πολιτεία -οι άνθρωποι) παραμένει αναλλοίωτη.
    Θα μπορούσε άραγε η υποκρισία να είναι κάτι παραπάνω από άρνηση; Θα μπορούσε, ας πούμε, να είναι αναγκαία, επιβαλλόμενη, ιερή; Μήπως είμαστε αυστηροί κριτές μιας συμπεριφοράς που κρύβει ίσως ευαισθησία, ανθρωπιά, αγάπη, κατανόηση, πλούτο συναισθημάτων, (και) ψυχική ανωτερότητα; Ας αναφερθούμε σε μερικά παραδείγματα: υποκρινόμαστε ότι μας ενθουσιάζει η μέτρια διάλεξη του φίλου μας ομιλητή για να του δώσουμε κουράγιο να επαναλάβει την προσπάθεια παρουσιάζοντας κάτι καλύτερο την επόμενη φορά. Προσποιούμεθα ότι μας αρέσει το γεύμα που μας παραθέτει φιλικό μας ζευγάρι ή το καμένο κέικ της γιαγιάς μας ή το ταπεινό δωράκι του φίλου μας, για να μην τους προσβάλλουμε και για να μείνουν με την εντύπωση ότι είμαστε…υποχρεωμένοι για την προσφορά τους. Θεωρούμε (δεχόμαστε) ότι το ποίημα της κόρης μας που δοκιμάζει τις δυνατότητές της στη λογοτεχνία είναι θαυμάσιο για να μην την απογοητεύσουμε, για να της δώσουμε κουράγιο να συνεχίσει. Χειροκροτούμε θερμά τη χορευτική…δεινότητα του φίλου μας, που τον απογειώνει κι ας σέρνεται, ο άνθρωπος, στην πραγματικότητα. «Πώς είμαι γιατρέ;» ρωτάει ο σοβαρά ασθενής με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ο γιατρός προσποιείται τον απόλυτα ικανοποιημένο, δείχνει χαρούμενος αποκρύπτοντας επιμελώς την αλήθεια που μόνο θλίψη και κατήφεια θα προξενούσε στον ασθενή.
    Κάποτε ρώτησαν κάποιο σοφό που μετρούσε λίγους μήνες ζωής και ζούσε μόνος, αφού πριν ένα χρόνο είχε χάσει και την πολυαγαπημένη του σύζυγο: «Πώς θα σας φαινόταν αν σας αποκάλυπταν ότι η σύζυγός σας στην τελευταία της εκμυστήρευση σε φιλικό της πρόσωπο, λίγο πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, είχε παραδεχθεί ότι ουδέποτε σας είχε αγαπήσει ειλικρινά κι ότι όλα αυτά τα χρόνια υποκρινόταν την ερωτευμένη;» Ο σοφός κοίταξε κατάματα τον συνομιλητή του: «Πέρασα θαυμάσια μαζί της, ήταν σπουδαία γυναίκα, υπέροχος άνθρωπος· δε μπορώ να πιστέψω ότι θα περνούσα καλύτερα αν μ’ αγαπούσε κιόλας. Η ζωή ίσως θα ήταν ωραιότερη αν ελαφρώς προσποιούμεθα. Τι θα σκεφτόσασταν αν ακούγατε κάποιον να λέει: “Καλημέριζα και καληνυχτούσα υποκριτικά, ευχόμουν χρόνια πολλά υποκριτικά, βοηθούσα τους συνανθρώπους μου χωρίς να πιστεύω σε αυτό που έκανα, χάρισα την περιουσία μου με ψεύτικα φιλάνθρωπα αισθήματα στους φτωχούς, υποκρινόμουνα τον καλόβολο χουβαρδά και έδινα σε συγγενείς και φίλους δανεικά κι αγύριστα μισώντας, στην πραγματικότητα, τους πάντες και τα πάντα χωρίς ωστόσο να το δείχνω. Έκανα χίλια καλά, κανένα κακό αλλά έπαιζα θέατρο. Τίποτα δεν πίστευα ειλικρινά από αυτά που έκανα…” Έτσι, λοιπόν φίλε μου, ας κάνουμε το καλό, ας είναι ο κόσμος ευτυχισμένος κι ας υποκρινόμαστε ότι μας ευχαριστεί αυτό που πράτουμε για το συνάνθρωπό μας, δεν πειράζει. Κάποια μέρα στο μέλλον ίσως περάσει στο γονίδιο μας η χριστιανική φιλαλληλία και τότε πια δε θα προσποιούμεθα. Μέχρι τότε όμως μακάρι να περνάμε όλοι μας καλά μέσα σε μια κοινωνία υποκριτική».   
    Κάποιες λέξεις δεν μπορώ να τις κουμαντάρω. Κρύβουν τόσες πολλές έννοιες στις πτυχές της γνωστικής τηβέννου τους, που μένω ενεός όταν το ανακαλύπτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου