Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

16.« Κακούργα Πεθερά ( Στου Χαροκόπου, Τα Στενά ) »



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ
    Πρίν από καιρό, έβαζα κάθε μέρα ένα τραγούδι που επέλεγα, ξεκινώντας από ξένα τραγούδια της  ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ’60. Ακολούθησαν ελληνικά της ίδιας περιόδου.
    Τώρα, εγκαινιάζω την δημοσίευση  από την συλλογή μου καθημερινά, ρεμπέτικα τραγούδια στις παλαιότερες εκτελέσεις που βρίσκω, τραγούδια που πολύ πιθανό να μην γνωρίζουν και οι λάτρεις του είδους. Ελπίζω να σας αρέσουν.
   Σήμερα έχουμε το   «Κακούργα Πεθερά ( Στου Χαροκόπου, Τα Στενά )»
1931, ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΤΑΛΓΚΑΣ
 «δεχόμαστε και παραγγελιές
Στου Χαροκόπου τα στενά μια μικροπαντρεμένη
εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη

Στον ύπνο που κοιμόντανε μάνα και θυγατέρα
έβάλανε τον ανηψιό και του ‘ριξε τη {μια} σφαίρα

{Κι η Φούλα τότε φώναξε, μάνα μου πώς σπαράζει!
Κι η μάνα της της απαντά "πνίχτε τον" και διατάζει:
"Βάλτε φωτιά και κάφτε τον και κάντε τον κομμάτια
και μπρος να τον πετάξουμε να μη μας δούνε μάτια".

Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε,
φωτιά του βάζουν να καεί, στέκονται τον κοιτάνε.
"Πω πω καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον θα πιαστούμε.
Κομμάτια να τον κάνομε, έτσι θα σκεπαστούμε".

Με μια καρδιά μαρμάρινη τον έκανε κομμάτια
με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια
και νύχτα τον πετάξανε στο ρέμα να τα πάρει.
Μα αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ήτανε η χάρη
για να πιαστούν οι αίτιοι πραγματικοί φονιάδες
κι όχι ο γιατρός ο φίλος του κι οι δύο φιλενάδες.

Ένας διαβάτης που περνά περίεργα κοιτάζει.
"Τι να `ναι αυτά τα δέματα;" Κακό στο νου του βάζει.
Του αστυνόμου μίλησε, στο ρέμα πάνε πάλι,
τα δέματα ανοίξανε βλέπουν κορμί, κεφάλι.

Ανατριχιάζουν κι έφριξαν σαν είδανε ανθρώπου κορμί,
κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.
Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτσουμάρης, Λεονταρίτης και λοιποί,
ο πρώτος είναι ο Άρης που έριξε όλο το φως στην εγκληματική
και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.}


Βρε μούλα {Φούλα} δεν εσκέφτηκες δεν πόνεσε η καρδιά σου
τον άντρα σου, τα νιάτα σου, τα άμοιρα {όμορφα} παιδιά σου

Βρε μούλα {Φούλα} πως εβάστηξες και πως βαστάς {κρατάς} ακόμα
εσύ να ‘σαι στη φυλακή κι άντρας σου στο χώμα

Κι εσύ κακούργα πεθερά τους πήρες στο λαιμό σου
την κόρη σου, τον ανιψιό, την δούλα, τον γαμπρό σου

Καημένε Αθανασόπουλε τι σού ‘μελε να πάθεις
από γουρσούζα {κακούργα} πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις

{Σαν το `μαθε η μανούλα του κλείνουν τα γόνατά της
και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει:
"Το γιο μου εσκοτώσανε, πω πω" κι αναστενάζει.
Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι
εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.}

Μάνα γλυκιά μανούλα μου πάψε τα δάκρυά σου
και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου

Αυτά θα έχεις για παιδιά μένα λησμόνησέ με
θα με σταυρώση η Παναγιά μάνα συγχώρησέ με

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου