Το ελληνόπουλο
https://www.kivotospaideias.com
L'enfant
Les turcs ont passé
là. Tout est ruine et deuil.
Chio, l’île des vins,
n’est plus qu’un sombre écueil,
Chio, qu’ombrageaient
les charmilles,
Chio, qui dans les
flots reflétait ses grands bois,
Ses coteaux, ses
palais, et le soir quelquefois
Un choeur dansant de
jeunes filles.
Tout est désert. Mais
non; seul près des murs noircis;
Un enfant aux yeux
bleus, un enfant grec, assis,
Courbait sa tête
humiliée.
Il avait pour asile,
il avait pour appui
Une blanche aubépine,
une fleur, comme lui
Dans le grand ravage
oubliée.
Ah! pauvre enfant,
pieds nus sur les rocs anguleux!
Hélas! pour essuyer
les pleurs de tes yeux bleus
Comme le ciel et comme
l’onde,
Pour que dans leur
azur, de larmes orageux,
Passe le vif éclair de
la joie et des jeux,
Pour relever ta tête
blonde,
Que veux-tu? Bel
enfant, que te faut-il donner
Pour rattacher gaîment
et gaîment ramener
En boucles sur ta
blanche épaule
Ces cheveux, qui du
fer n’ont pas subi l’affront,
Et qui pleurent épars
autour de ton beau front,
Comme les feuilles sur
le saule?
Qui pourrait dissiper
tes chagrins nébuleux?
Est-ce d’avoir ce lys,
bleu comme tes yeux bleus,
Qui d’Iran borde le
puits sombre?
Ou le fruit du tuba,
de cet arbre si grand,
Qu’un cheval au galop
met, toujours en courant,
Cent ans à sortir de
son ombre?
Veux-tu, pour me
sourire, un bel oiseau des bois,
Qui chante avec un
chant plus doux que le hautbois,
Plus éclatant que les
cymbales?
Que veux-tu? fleur, beau
fruit, ou l’oiseau merveilleux?
– Ami, dit l’enfant
grec, dit l’enfant aux yeux bleus,
Je veux de la poudre
et des balles.
Victor Hugo
|
Το Ελληνόπουλο
Τούρκοι διαβήκαν.
Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα’ όμορφο
νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα
δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που
βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις
λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα
νερά.
Ερμιά παντού. Μα
κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα
χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει
θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα
και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη
αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ’ την αφάνταστη
φθορά.
Φτωχό παιδί, που
κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις
λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα
θαλασσά
ματάκια σου ν’
αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά
σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα
χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί,
τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα,
για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου
πλατιά
μαλλάκια που του
ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη
δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα
την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου
διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το
Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το
δεντρί
που μεσ’ στη
μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλογο χρόνια
εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του
να βγει;
Μη το πουλί που
κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του
περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τα
αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος,
τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το
Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω.
Να.
Κωστής Παλαμάς
|
Το ποίημα «Το Ελληνόπουλο» γράφτηκε από τον Βίκτωρα Ουγκώ το 1828 και αναφέρεται στην καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους στις 30
Μαρτίου 1822.
Απόδοση στα ελληνικά Κωστής Παλαμάς.
Επεξεργασία: Αντγος ε.α. Νικόλαος Πιτσόλης – Επίτιμος Διευθυντής Ζ’ Κλάδου/ΓΕΕΘΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου