Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ποιός θυμᾶται τόν Καψάλη;



Ποιός θυμᾶται τόν Καψάλη;
    Β’ πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου κράτησε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο. Ἕναν ὁλόκληρο χρόνο οἱ Ἕλληνες ὑπερασπιστές του καθημερινῶς ἔχαναν συντρόφους, ἔχαναν ἐπαφὴ μὲ τὸν ἔξω κόσμο, μὰ δὲν ἔχαναν τὶς δυνάμεις τους.
    Ὁ τελευταῖος ἀνεφοδιασμὸς δέ, ἀπὸ τὸν Ἡνωμένο Ἑλληνικὸ Στόλο, ἔγινε στὶς 25 Ἰανουαρίου τοῦ 1826. Δῆλα δὴ σχεδὸν τρεῖς μῆνες πρὸ τῆς Ἐξόδου.
    Ἀπὸ τὸν τελευταῖο ἀνεφοδιασμὸ καὶ μετὰ οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι στερήθηκαν πολλά, μὰ κυρίως τὴν τροφή.
    Παρ΄ ὅλα αὐτὰ πολεμοῦσαν καθημερινῶς ἀσταμάτητα, πολυαριθμοτέρους ἐχθρούς, καλοζωϊσμένους, καλοεκπαιδευμένους καὶ ἀρίστως ἐξοπλισμένους. Μάλιστα, θὰ τολμούσαμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε πὼς ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ Μεσολογγίου ἦταν ἡ ἀφρόκρεμα τῆς τότε στρατιωτικῆς μηχανῆς.
    Ἀρβανίτες, Τοῦρκοι, Αἰγύπτιοι, Γάλλοι… Στρατιὲς πλιατσικολόγων βαρβάρων ἀνέμεναν τὴν πτῶσιν τῆς ἱερᾶς πόλεως.
    Ὁ βομβαρδισμὸς δέ, ἀπὸ τὰ μέσα Φεβρουαρίου τοῦ 1826, ἦταν τόσο σφοδρός, ποὺ ἔπεφταν τοὐλάχιστον δύο χιλιάδες βόμβες ἡμέρησίως, θερίζοντας, κυριολεκτικῶς, ἀμάχους κατὰ κύριον λόγο.
    Ἡ πείνα δέ, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν τόσο σφοδρὸ κανονιοβολισμό, πείσμωνε μέν, ἐξασθενοῦσε δὲ τοὺς Μεσολογγίτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποφασίσουν τὴν Ἔξοδο.
    Στὴν Ἔξοδο ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ πάρουν μέρος ὅλοι, εἶτε λόγῳ ἀσθενείας, εἶτε λόγῳ γήρατος, εἶτε λόγῳ τραυματισμῶν.
    Κάποιοι γέροντες, ὅπως ὁ Καψάλης, ποὺ ἀπεφάσισαν νὰ παραμείνουν ἐντὸς τῆς πόλεως, κάλεσαν κοντά τους ὅσο τὸ δυνατὸν περισσοτέρους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν θὰ τολμοῦσαν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ τόλμημα τῆς Ἐξόδου.
    Καὶ  ἦσαν περὶ τοὺς διακοσίους ὅλοι αὐτοί, ἀρχικῶς.
    Τὴν νύκτα τῆς Ἐξόδου ὅμως, μᾶλλον ἀπὸ προδοσία, οἱ ἐχθροὶ ἀνέμεναν πανέτοιμοι τοὺς πολεμιστὲς καὶ τὶς οἰκογένειές τους, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Γ΄σῶμα κυρίως, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ οἰκογένειες, νὰ ἐπιστρέψῃ πανικόβλητο στὴν πολιτεία.
    Πολλοὶ γνώριζαν τὴν ἀπόφασιν Καψάλη καὶ ζήτησαν ἐκεῖ καταφύγιο, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν βαρβάρων.
    Ἄλλοι πάλι κλείστηκαν σὲ διάφορες οἰκίες καὶ γιὰ τρεῖς ἡμέρες ἀκόμη, πολεμώντας, «πούλησαν» ἀκριβὰ τὶς ζῳές τους.
    Στοὺ Καψάλη ὅμως δὲν ἀκούστηκε θρῆνος. Οὔτε μάχη ἔγινε.
    γερο-Καψάλης, βλέποντας τὸ μεγάλο κακό, μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τόσων ἀμάχων, μάζεψε ὅσους περισσοτέρους μποροῦσε κι ἀνέμενε. Γιὰ νὰ προκαλέσῃ μάλιστα τοὺς ἐχθρούς, νὰ πολλαπλασιασθοῦν, ἐλπίζοντας σὲ περισσότερα λάφυρα καὶ σκλάβους, ἔβγαζε τὶς ὡραιότερες καὶ τὶς νεώτερες γυναῖκες στὰ παράθυρα τῆς οἰκίας του. Οἱ γαλλο-τουρκο-αἰγυπτιο-ἀρβανῖτες αὐτὸ ἤθελαν. Κι ὅλο πλησίαζαν καὶ πολλαπλασιάζοντο οἱ μανιασμένοι εἰσβολεῖς…
    Κι ὅταν πιὰ ὁ γερο-Καψάλης θεώρησε πὼς εἶναι ἀρκετοί, ἔβαλε φωτιά…
Φωτι
    Μία ἔκρηξις ἀκούστηκε ποὺ φώτισε τὴν νύκτα… Στὸ «ἀμπέλι τοῦ Κότσικα», ποὺ μόλις εἶχαν φθάση κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ διέφυγαν, στὸ ὅρος τοῦ Ζυγοῦ, εἶδαν τὴν φωτιά καὶ ἄκουσαν τὴν τρομακτικὴ ἔκρηξιν. «Σὰν φοῦρνος ἀναμμένος» ἦταν τὸ Μεσολόγγι τους… Τὸ ἐλεύθερο Μεσολόγγι τους
    Τί θυμήθηκα τώρα;
    Θυμήθηκα τὰ Δερβενάκια καὶ τὴν σφαγὴ τοῦ Δράμαλη… Θυμήθηκα τὸ πλιάτσικο τοῦ κάμπου τοῦ Ἄργους καὶ τὴν ἀποκλεισμένη ἔξοδο… Θυμήθηκα πὼς ναί, πέρασε ὁ Δράμαλης, δήωσε, ἔσφαξε μὰ ὅταν ἦταν νὰ φύγῃ δὲν τὰ κατάφερε…
    Κι ἔτσι θυμήθηκα καὶ τὸν γέρο – Καψάλη καὶ τὸ πυροτέχνημά του…
    Οἱ ἐχθροὶ ἔπεσαν ἐπάνω του γιὰ νὰ τὸν κατασπαράξουν μὰ αὐτός, γέρος, ἀδύναμος, πανέτοιμος γιὰ τὸν θάνατο, τοὺς πῆρε μαζύ του. Ἔτσι ὅπως τοῦ ἔπρεπεἜτσι ὅπως τοὺς ἔπρεπε
    Ἔτσι κι ἐμεῖς σήμερα
    Πολιορκημένοι, λεηλατημένοι, ἀδύναμοι, ἀπελπισμένοι ἴσως κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς, πανέτοιμοι νὰ κάνουν τὴν δική τους ἔξοδο κάποιοι ἄλλοι, ὑποψήφιοι αὐτόχειρες ἴσως μερικοὶ,  μὰ ἀποφασισμένοι πλέον.   Ἀποφασισμένοι γιὰ ὅλα.
    Ἴσως περισσότερο ἀπὸ τὸν γέρο – Καψάλη ἢ ἀπὸ τὸν Νικηταρᾶ. Ἴσως μάλιστα νὰ μὴν τὸ γνωρίζουμε ἀκόμη…
    Μὰ εἶναι τόσο πολλὲς οἱ …«συμπτώσεις» τῶν γεγονότων τώρα πιά, ποὺ …
χαμογελ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου