Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

ΤΑ ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΑ


ΤΑ ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΑ
Eπιμέλεια: Πέτρος Μαρκόπουλος Αντγος ε.α
 «ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗΣ»(aa 64) ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔ. ΑΠΟΣΤΡ. ΑΞΚΩΝ  ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ
    Έκρινα  σκόπιμο,  αντί  άλλου  άρθρου  για  την Ελληνικότητα  της  Μακεδονίας  μας,  να  σας μεταφέρω ένα από τα εκλεκτότερα πραγματικά διηγήματα  που  έχουν  γραφεί  για  τον  Μακεδονικό Αγώνα.  Μέσα  από  το  διήγημα  αυτό  αλλά  και  τα άλλα  ιστορικά  διηγήματα  της  περιόδου  αυτής  μας μεταδίδουν  μια  δύναμη,  έναν  ενθουσιασμό,  μια αγάπη και συγκίνηση για την πατρίδα και γενικότερα μια  αισιοδοξία  για  την  ζωή.  Γιατί  η  αγάπη  για  την αιώνια  πατρίδα  είναι  αισιοδοξία  για  την  ζωή.  Μεταδίδουν  δύναμη  και  πίστη  για  την  πατρίδα  αλλά εκφράζουν  ακόμα  την  αφοσίωση,  το  φιλότιμο  και την παλικαριά των Μακεδονομάχων μας.
    Έζησε πολλές ηρωικές, συγκινητικές και ανεπανάληπτες στιγμές κατά  την  μητροπολιτική  τον  θητεία  στη  Δράμα  ο  εθνομάρτυρας Χρυσόστομος.  Αλλά  η  πιο  συγκινητική  και  επική  στιγμή,  που πρέπει να τον έδωσε τη μεγαλύτερη ικανοποίηση για το έργο του στον Μακεδονικό Αγώνα και να χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή του για όλη του τη ζωή, ήταν η στιγμή που δέχτηκε τα συλλυπητήρια μετά τον απαγχονισμό τον Άρμεν Κούπτσιου στην κεντρική πλατεία της Δράμας. Ο Άρμεν Κούπτσιος, εικοσάχρονο παλληκάρι από το ακριτικό χωριό Βώλακας, ήταν ορκισμένος,  μαζί με τον πατέρα του, αγωνιστής του  Μακεδονικού Αγώνα - όπως μας πληροφορεί ο τότε διάκος της Μητροπόλεως Δράμας, Θεμιστοκλής  Χατζησταύρου, (μετέπειτα  Αρχιεπισκόπου  Αθηνών  και πάσης  Ελλάδος  Χρυσοστόμου  Β’)  που  τους  είχε  ορκίσει  ο  ίδιος-  και είχε γίνει το φόβητρο των κομιτατζήδων της περιοχής. ‘Ήταν  ορμητικός και αλόγιστα ατρόμητος και ριψοκίνδυνος. Υπολογίζεται ότι σκότωσε 33 κομιτατζήδες και πράκτορες των Βουλγάρων. Τώρα είχε καταδικαστεί σε  Θάνατο  από  το  Οθωμανικό  Έκτακτο  Στρατοδικείο  Θεσσαλονίκης γιατί, μαζί με κάποιον συναγωνιστή τον, μετά από διαταγή που πήρε, έστησε ενέδρα και σκότωσε έξω από το χωριό Τουρκοχώρι (Μυλοπόταμος), τον επικίνδυνο κομιτατζή Πλάτσεφ από το Σκρίτζοβο (Σκοπιά).
    Συνελήφθη από έφιππούς Τούρκους χωροφύλακες, που για κακή τον τύχη βρέθηκαν εκεί. Ο πατέρας του δεν ανησύχησε για την καταδίκη. ‘Όλοι τον διαβεβαίωσαν ότι θα έμενε μόνο στα χαρτιά, όπως άλλωστε είχε  γίνει  και  σε  άλλες  περιπτώσεις.  Ο  Μητροπολίτης  μάλιστα  τον έδωσε  να  καταλάβει  πως  θα  έκανε  κάθε  προσπάθεια,  όσα  χρήματα και  αν  χρειάζονταν,  για  να  τον  γλιτώσουν.  Φρόντισαν  μάλιστα  να  τον μεταφέρουν  στη  Δράμα  και  στις  13  Σεπτεμβρίου  1906  είχε  ήδη  γίνει η  μεταγωγή.  Η  γριά  μάνα,  μόλις  το  έμαθε,  ξενύχτησε  για  να  ζυμώσει και να ψήσει την πίτα και την «πογάτσα», για να τα πάει ο πατέρας στο παιδί να φάει κάτι σπιτικό στη φυλακή.
    Ξεκίνησε, λοιπόν, ο γέρο-Κούπτσιος από τον Βώλακα και έφτασε στη Δράμα πρωί-πρωί της
επόμενης μέρας, 14 Σεπτεμβρίου του 1906. ‘Ήταν ζεστή εκείνη η μέρα. Η Εκκλησία γιόρταζε την Παγκόσμια Ύψωση του  Τίμιού  Σταυρού.  Είχε  κρεμασμένο  στον  γάιδαρό  τον  ένα  μάλλινο τορβά με κομμάτια πίτα, αβγά, τυρί και μια κάτασπρη και αφράτη πογάτσα. Είδε ασυνήθιστη πρωινή κίνηση στη Δράμα αλλά δεν έδωσε σημασία, γιατί  το  μυαλό  τον  ήταν  στο  αγαπημένο  τον  παλληκάρι,  τον γιό  τον  τον  Άρμεν, που  τώρα  πια  ήταν  στις  φύλακές  της  Δράμας.  Ο γέρος  ξεπέζεψε  σε  φιλικό  τον  χάνι.  Από  την  συμπεριφορά  απέναντί του, γνωστών και φίλων κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε και, όταν άκουσε κάποιους Τούρκους περαστικούς να μιλάνε για έναν κρεμασμένο,  ταράχτηκε.  Πήγε  στην  πλατεία  της  Δράμας  και  από  μακριά είδε στον μεγάλο πλάτανο έναν κρεμασμένο και από κάτω χωροφύλακες και στρατιώτες να απομακρύνουν τον κόσμο.
    Να πώς περιγράφει ο Γεώργιος Μόδης, αγωνιστής τον Μακεδονικού Αγώνα,  συγγραφέας  και  πολιτικός,  με  την  χαρακτηριστική  του  πένα, τα γεγονότα, από αυτή τη στιγμή και μετά, στο βιβλίο τον Ιππότες του Σταυρού,  (με  πολύ  εκλεκτά  διηγήματα  του  Μακεδονικού  Αγώνα  και αξίζει τον κόπο να τα διαβάσουμε και να καταλάβουμε, μέσα από αυτά το μεγαλείο του) :
    Κάποιο μεγάλο βάρος έσφιξε την καρδιά του... Στύλωσε τα πόδια και  κοίταξε...  Και  τι  να  ιδεί!    Κρεμασμένος  ήταν  ο  γιός  του!  Γι’  αυτό έχαιραν οι Τούρκοι. Το «ντοβλέτι τους έδειξε τη δύναμή του σ’ ένα γκιαούρη». Μα όχι... Δεν μπορούσε να ‘ναι ό γιός τον... Ήταν πανώριος και ο κρεμασμένος άσχημος... Έφερε το Χέρι στα μάτια κι έδιωξε ένα μαύρο σύννεφο πού ξαφνικά τα είχε σκεπάσει έκαμε μερικά βήματα εμπρός, να ιδεί καλύτερα... Τα μάτια του ορθάνοιχτα και μεγάλα σαν να ‘θέλαν να βγουν από τις κόγχες  Όλο το αίμα είχε συγκεντρωθεί πάνω τους. Κι ευθύς μια καινούρια σκοτοδίνη. Δεν χωρούσε πιά αμφιβολία. Κρεμασμένος ήταν  ο  γιός  του...  Όλο  το  αίμα  του  διά  μιας  χάθηκε.  Το  πρόσωπό  του έγινε πιο άσπρο από τα ασημένια μαλλιά του. Πήγε να πέσει. Ο τορβάς τον γλίστρησε κιόλας από τον ώμο καταγής. Τον κράτησαν οι δυο γνωστοί του Δραμινοί πού τον είχαν πάρε καταπόδι.
    Πάμε, τού ψιθύρισαν. Σιγά- σιγά ένα κενό σχηματίσθηκε ολόγυρά του. Έμαθαν ο ένας  από τον άλλο πώς ήταν ό «πατέρας». Αποτραβήχθηκαν με σεβασμό και οι Τούρκοι.
    Έτσι  μόνος,  κατάμονος,  αντίκρυζε  άφωνος  πάντα  και  ασάλευτος τον γέρο πλάτανο έτοιμος ν’ αναμετρηθεί μαζί του. Ούτε ένα βλέφαρό του κουνήθηκε. Ο ήλιος έπεφτε ολόθερμος πάνω του και με τα κάτασπρα μαλλιά τού έκαμνε ασημένιο φωτοστέφανο. Ένα καν δάκρυ δεν ήρθε να τον ελαφρύνει. Στάθηκε όρθιος και απομονωμένος ώρα πολλή. Τον κοίταζαν όλοι. Αυτός κοίταζε μπροστά του τον πλάτανο, όπως το κενό. Ένας «πολίτσης» (αστυνόμος) πλησίασε να τον πάρει μα δεν τον άφησαν οι άλλοι Τούρκοι. Κάποτε τέλος σύρθηκε με κόπο διπλωμένος σ’ ένα γειτονικό τούρκικο καφενείο. Σωριάσθηκε σέ μια καρέκλα και ζήτησε ρακή. Άδειασε δυο ποτήρια. Ξέχασε να πληρώσει. Και ο καφετζής δεν τόλμησε  να  του  το  υπενθυμίσει.  Έστριψε  ένα  τσιγάρο,  το  ‘φερε  στο στόμα  και  το  άναψε.  Μα  ευθύς  το  ξέχασε  και  έσβησε.  Ξαναζήτησε ρακή. ‘Ήπιε άλλο ένα ποτήρι.
    Σαν να τον πότισε το οινόπνευμα δύναμη σηκώθηκε απότομα και ξεκίνησε με βήματα υπνοβάτη, πού γίνονταν ολοένα ασταθέστερα για την « Ιερά Μητρόπολη Δράμας». Εκεί βρισκόταν κείνη την ήμερα μαζί με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο ( τον εθνομάρτυρα αργότερα τής Σμύρνης) και ο «γραμματικός» τον `Ελληνικού Προξενείου Καβάλας Μαυρομιχάλης, αξιωματικός τον ναυτικού, πού ήξερε και καλά τουρκικά.
    Είχαν  αιφνιδιαστεί  κι  αυτοί  με  την  τόσο  ξαφνική  εκτέλεση·  Και  ήταν συντετριμμένοι.    Ο  Χρυσόστομος  δεν  κρατούσε  τα  δάκρυα.  ‘Ήταν  ο μόνος απαγχονισμός πού είχε γίνει έως τότε στη Δράμα. Είχαν κάμει πολλές  και  επίμονες  ενέργειες  στην  Πόλη  και  στο  Χιλμή  πασά  στην Θεσσαλονίκη. Φαίνεται πώς οι δυο «πράκτορες», ο Ρώσος και ο Αυστριακός, είχαν ζητήσει την άμεση εκτέλεση.
    Ξάφνου ταραγμένος ο κλητήρας της μητροπόλεως τους είπε : Έρχεται ό γέρο Κούπτσιος!... Ο πατέρας... Μητροπολίτης και προξενικός «γραμματέας» τινάχθηκαν σαν να τούς κέντησαν πυρωμένες βελόνες. Δεν θα ήταν καθόλου μικρή δοκιμασία ν’ αντικρύσουν τον σπαραγμό, τα  δάκρυα,  τα  κλάματα  και  ίσως  και  τις  φωνές  και  διαμαρτυρίες  τον τραγικού  γέρου.  Ο  Χρυσόστομος  σφούγγισε  τα  μάτια  και  προχώρησε να τον υποδεχθεί, να τον παρηγορήσει, με την απόφαση να πιεί «μέχρι τρυγός»  το  πικρό  ποτήρι.  Τον  είδε  ν’  ανεβαίνει  κυρτωμένος  και  τρικλίζοντας τα σκαλοπάτια. Σαν έφτασε όμως στην πόρτα ορθώθηκε απότομα και μπήκε με το άσπρο κεφάλι ψηλά, και ορθάνοιχτα τα μεγάλα μάτια. Ωστόσο δεν είδε τον μητροπολίτη πού έστεκε ολόρθος μπροστά του και είχε ανοιχτά τα μπράτσα να τον αγκαλιάσει, ενώ δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό του. Έπεσε πάνω του. Ταράχθηκε τότε, συνήλθε και έσκυψε να τού φιλήσει το χέρι. Ο μητροπολίτης το τράβηξε και τον φίλησε ελαφρά στο μέτωπο. Άφωνος και αδάκρυτος ο γέρος πήγε και έπεσε σε μια πολυθρόνα. Έριξε μια αφηρημένη ματιά γύρω χωρίς να βλέπει και πολλά πράγματα, αναστέναξε βαθιά και έσκυψε το κεφάλι.
    Μητροπολίτης,  «γραμματικός»,  πρωτοσύγκελος,  οι  υπάλληλοι  του γραφείου και μερικοί παπάδες πού βρέθηκαν εκεί τον κοίταζαν με αμηχανία  και  αγωνία,  χωρίς  να  ξέρουν  τί  να  κάμουν  και  τί  να  ειπούν.
Βαρεία σιωπή επικρατούσε αρκετή ώρα.   Έπειτα ο άμοιρος γέρος έβγαλε την ταμπακιέρα και έστριψε τσιγάρο ενώ στην άκρη στα χείλη του σιγότρεμε το παλιότερο σβησμένο. Το τσιγάρο του ευθύς άνοιξε...   Πετάχτηκε  τότε  ο  Μαυρομιχάλης  και  του  πρόσφερε  ένα  καλό  έτοιμο τσιγάρο  της  Ρετζή  (Μονοπωλίου  καπνών).  Ο  κλητήρας  το  άναψε.    Ο γέρος τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά, κοίταξε ολόγυρά του και με ραγισμένη  φωνή  κι  ένα  χαμόγελο  πικρότερο  από  ποτάμι  δάκρυα  είπε τουρκικά, γιατί δεν ήξερε ελληνικά:
    – Ντεσπότη  .  Τα  συλλυπητήρια...  Να  με  συχωρέσεις...  Σέ  συλλυπούμαι...  Έχασες  το  καλύτερό  σου  παλικάρι,  το  δεξί  σου    χέρι .Ξέρεις τί παλικάρι ήταν ό Άρμεν μου;... Όσο ωραίος τόσο και γενναίος. Δεν  θα  ξαναγεννήσει  άλλη  μάνα.  Η  καημένη  η  γριά  του  έψηνε  ψες όλη τη νύχτα πίτα και ποyάτσα... Τον κλαίω , τον κλαίω... Σαν πατέρας. Μα περισσότερο κλαίω σένα Ντσπότη.. Ορφάνεψες.
    Ο προξενικός υπάλληλος Μαυρομιχάλης , που παρακολουθούσε την τραγωδία αυτού του   πατέρα, του απλοϊκού και αγράμματου Έλληνα χωρικού από τον Βώλακα, που δεν ήξερε   ούτε καλά τα Ελληνικά, ένιωσε ότι μέσα στην ψυχή του απλού ανθρώπου ,μαζί με τον ανθρώπινο πόνο, φώλιαζε ένας υπέρτατος, ένας απαράμιλλος ηρωισμός και μια αληθινή  Ελλάδα, πατρίδα του χρέους  και της θυσίας .
    Ο γέρο-πατέρας του Άρμεν υψωνόταν εκείνη τη στιγμή σε δυσθεώρητα  ύψη  και  γινόταν  σύμβολο  τον  αγωνιζόμενού  Ελληνισμού.  Ένας πραγματικός  πρωταγωνιστής  μιας  αρχαίας  αλλά  και  τόσο  αληθινής σύγχρονης  ελληνικής  τραγωδίας!  Ο  Μαυρομιχάλης  δεν  μπόρεσε  να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Έκλαψε από πόνο για το χαμό του εικοσάχρονου παλληκαριού, του «νέου Αθανάσιου Διάκου της Δράμας», από θαυμασμό για τον υπέροχο, τον μοναδικό και ηρωικό πατέρα αλλά και από περηφάνια για τη Μακεδονία μας πού γεννά τέτοιους Έλληνες.
    Αλλά και ο Χρυσόστομος βλέποντας πια καθαρά και ξάστερα ότι η φλόγα  της  ψυχής  για  Ελλάδα,  πού  άναψε  στις  καρδιές  των  απλών αυτών  Ελλήνων-Μακεδόνων,  τον  ανταποδιδόταν  σαν  κεραυνός  και πυρκαγιά  που  κατέκαιγε  τους  εχθρούς  τον  Ελληνισμού,  τραβήχτηκε σ’ ένα διπλανό δωμάτιο να κρύψει τα δάκρυά του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1.ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, του Γεωργίου Μόδη
2. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ , ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ, του Ευάγγελου Βασιλείου
3.Ο ΒΩΛΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ, του Κων/ντίνου Παπαμαρίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου