Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Σ τ ο μ υ χ ό … (διήγημα)



Σ τ ο   μ υ χ ό …    (διήγημα)
Π. Γιαννακόπουλος
Αφιερωμένο στον Δημήτρη Τσιαμαντά,
 συμμαθητή και συνάδελφο από τη ΣΣΕ
    Στο μυχό του βραχίονα με τα δυο εντυπωσιακά μέγαρα στην πλάτη του, αυτό της μουσικής και το άλλο το χωρίς (χρηστικό) αντικείμενο εισέτι και της παραλιακής προς τη Θεμιστοκλέους Σοφούλη ακτογραμμής που βυθίζεται στην μικρασιάτισσα Αρετσού, έχουμε σταματήσει για λίγο την κουβέντα και το βάδισμα. Εγώ και ο Δημήτρης ο Τσιαμαντάς. Γύρω στις επτά το βραδάκι, στις αρχές του ψυχρού Νοέμβρη του μακιαβελικού 2012. Αμφότεροι απόμαχοι, στην κυριολεξία. Ξωμάχοι ωστόσο του ελληνικού μπαξέ με τα ποικίλα πνευματικά προϊόντα της πρώϊμης ελληνικής σκέψης. Ερασιτέχνες ιππείς του καθαρόαιμου ελληνικού λόγου. Του λόγου που κάνει πάντα την έκπληξη στο ιπποδρόμιο των επιλεγμένων ιδεών. Παρολί γκανιάν! Μα το Θεό! Ε, ναι. Δηλωμένοι ημιενεργοί αγκρίκολα της κουλτούρας του ανεκτίμητου αγροτεμαχίου των γραικών… Γκαίγκε;
­­­­­­­­­­­­­­­­­- «Προσκυνώ σε πατρίδα!».
- «Προσκυνώ σε πατρίδα!».
    Νύχτα και θάλασσα με ύλη από κατράμι και μνήμες αγκιστρωμένες στις αρχέγονες καταβολές τους. Σκοτεινά και δυσοίωνα στοιχειά που κυοφορούν, τις μισές μέρες του χρόνου, την αρνητική εκδοχή. Το κακό, σκουρόχρωμη ρευστή μάζα, στη γένεσή του. Υπάρξεις διαβολικές, φονικές και ατίθασες που λουφάζουν στα βάθη των θαλασσών, για να εμφανισθούν και να πνίξουν στις συμφορές τον άνθρωπο, όταν αυτός δεν θα τις αναμένει. Συμμαχούν μεταξύ τους για να αναμετρηθούν με το Θεό, τον δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Αναρριγώ μπροστά στον άμετρο εγωισμό και  στην άρρωστη φιλαυτία. Δακρύζω και οδύρομαι μπροστά στον ανίερο εναγκαλισμό των συμμαχιών σκοπιμότητας και στην απόκοσμη συμπεφωνημένη αφομοιωτική ταύτιση της (δοτής) δύναμης, προκειμένου να τέξονται τον όλεθρο, το καταστροφικότερο όπλο στη σύγκρουσή τους με το πνεύμα του καλού... Αναρριπίζουν τα απειλητικά κύματα τον εγκλωβισμένο ψυχρό αέρα στην αδιάπτωτη αναδίπλωσή τους και τον εξακοντίζουν με αλαζονεία και τραχιά δύναμη πάνω μας. Παραμένουμε ακίνητοι στις θέσεις μας. Ντρέπομαι να κάνω πίσω. Ο Δημήτρης αντιδρά και υπερακοντίζει. Κάνει ένα βήμα μπροστά και στέκεται προσοχή! 
Εύελπι», αποτείνομαι με θαυμασμό στον συμμαθητή μου: «Μην υποτιμάς την κακία, είναι ακαταμάχητη!».
    Δεν προλαβαίνω ν’ αποσώσω. Τεράστιες μαύρες, και γυαλιστερές (στο αντιφέγγισμα ερυθροπράσινων φρικωδών ματιών) γλώσσες εκτινάσσονται προς την πλευρά του Δημήτρη. Ακολουθούν γιγαντιαία πλοκάμια αδιάστατων μαλακίων με διάσπαρτες καθ’ όλο το μήκος τους θανατηφόρες βεντούζες, που (σε κατάσταση επιθετικής έξαρσης) εκσφενδονίζονται κι’ αυτές με μανία εναντίον του. Συμπληρώνουν τη καταστροφική διαστροφική τους πρακτική τερατόμορφες υπερμεγέθεις γοργόνες, που εξαγριώνουν με τα φοβερά χτυπήματα των ουρών τους, ακόμη περισσότερο, τα παφλάζοντα κύματα.
    Έχω την παραίσθηση ότι παρίσταμαι ως απλός παρατηρητής στα τεκταινόμενα στη δαντική κόλαση και ότι ο φίλος μου υπήρξε, τελικώς, θύμα μιας σατανικής συγκυρίας... Αδυνατώ να το πιστέψω. Τα πάντα έχουν εκφυλισθεί σε ένα ψηλαφητό σκοτάδι τριών διαστάσεων. Ένας μεταφυσικός φόβος μ’ έχει κατακυριεύσει. Προσπαθώ εναγώνια να ανασυνταχθώ. Προέχει να βοηθήσω τον Δημήτρη. Πώς όμως; Από πού να αρχίσω; …Από τους ήχους… Οι ήχοι πλησιάζουν. Αφουγκράζομαι… Σκαρφαλώνουν στην αποβάθρα… Περπατούν όλοι μαζί στο τσιμεντένιο οδόστρωμα. Βιαστικά και ανάλαφρα. Σαν να σκουπίζουν το χώρο με μαλακές σκούπες:  Σσάφ, Σσάφ, Σσάφ… και λίγο αργότερα… πλάφφφ…, χαϊ…, χάϊ…, σσουφ…, σσουφ…, κλουάαα..., “Θεέ μου, βούτηξαν και πάλι στη θάλασσα;”.  Ανατριχιάζω σύγκορμα… Σιωπή! Διαρκής σιωπή. Επιχειρώ ένα βήμα μπροστά. Ένα μουγκρητό, ίσως μια κραυγή με καθηλώνει στη θέση μου. Η καρδιά μου πάει να σπάσει, είναι ο Δημήτρης. Ο Δημήτρης ζει, όμως αδυνατώ να τον εντοπίσω.
    Μείνε εκεί που είσαι. Δεν χρειάζεται, μην το διακινδυνεύεις», με συμβουλεύει… Τα φώτα ψηλά στο υπερώον του μεγάρου ανάβουν απρόσμενα. Η μουσική από το Hora νευρική, αινιγματική, σαγηνευτική, ανακατεμένη με το σκοτάδι, τον άνεμο και τη θάλασσα γεμίζει τους πόρους μου. Ο εκκεντρικός Ohad Naharim δίνει τις τελευταίες του εντολές αιωρούμενος. Δεν πρόκειται για εικονική πραγματικότητα… Είναι απτό, αληθινό αυτό που βλέπω!... Α!...να… το περίγραμμα του Δημήτρη. Ο Τσιαμαντάς διακριτός! Επιτέλους. Με πλησιάζει αργά...
    Ανησύχησα, είσαι καλά;». Τον χτυπώ φιλικά στον ώμο. Η θάλασσα απομακρύνεται από κοντά μας ασθμαίνοντας, σαν υπέρβαρος μεσήλικας.
    Είμαι τυχερός», απαντάει με καθυστέρηση, «κάθε εκατό χρόνια γίνονται δύο θαύματα στην Ελλάδα, που αφορούν στον Στρατό Ξηράς  και ένα σε Αξιωματικό Πεζικού. Έπεσα στην περίπτωση. Ο επιλεγείς προς διάσωση από σίγουρο αφανισμό Αξιωματικός ήμουν εγώ».
    Χιλιάδες μικρές γυαλιστερές καρφίτσες καρφώνονται στο εσωτερικό του εγκεφάλου μου. Αφόρητοι πόνοι…, τρεκλίζω. Με κρατάει όρθιο ο Δημήτρης αδράχνοντάς με από τους ώμους με χέρια στιβαρά … Δεν νιώθω, δεν ανασαίνω. Πιθανόν να έχω χάσει τις αισθήσεις μου. Ίσως πάλι να είμαι νεκρός. Δεν ξέρω……
Κάποια στιγμή βρίσκομαι να περπατώ στη ξύλινη σχάρα του πεζόδρομου, με κατεύθυνση προς τις εσωθαλάσσιες εγκαταστάσεις του Ναυτικού Ομίλου. Ο Δημήτρης δίπλα μου αποδείχθηκε γενναιόφρων. Πάλεψε με τα θεριά και νίκησε. Ό,τι του βγάλαμε του πάει: Ντεκλαρές, Αλάργας. Ο άνθρωπος αυτός έχει μπέσα, είναι πιστός στις φιλίες και στέρεος στις ιδέες του. Βυθισμένος στις πανάρχαιες πατρογονικές διδαχές, εξαρτημένος από την ελληνικότητα των χρωμάτων, των ηθών και εθίμων και δέσμιος των Πλατωνικών ιδεών περί Πολιτείας, Δικαίου και Μύθων, ο Δημήτρης επιμένει να νιώθει βιγλάτορας της ελληνικής ετερότητας.  Χωμένος βαθειά στα πατρογονικά χώματα απ’ όπου αντλεί τη δύναμή του, κινείται (κατευθύνεται) με σύνεση, σιγουριά και ελεγχόμενη αυτοεκτίμηση στο σκληρό δρόμο της αληθούς γνώσης. Εύγε του. Του πρέπουν διάσημα συγκριτικής υπεροχής…
    Αγέρωχος σαν περισκόπιο, ο Δημήτρης Τσιαμαντάς, συντονίζει τα βήματά του με τα δικά μου. Στα δεξιά μου έχω την κύρια οδική αρτηρία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αυτός από την άλλη, με τον αριστερό του χέρι, θωπεύει τη θάλασσα…
    Στο ύψος της Πέτρου Συνδίκα στρίβουμε δεξιά. Από τον “Κήπο της Μνήμης”, τον αναπλασμένο χώρο της παραλίας τον φυτεμένο με αρωματικά φυτά της Ανατολής, εννέα(9) λευκά περιστέρια λουσμένα σε απόκοσμο φώς πετούν αιφνιδιαστικά (πολύ περίεργο γι’ αυτήν την ώρα). Επισημαίνουν δυναμικά για ελάχιστα δευτερόλεπτα την παρουσία τους με τον σχηματισμό ενός φωτεινού κεφαλαίου Μ, για να ταυτισθούν στη συνέχεια με την πήχτρα του σκοταδιού… «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ!, πατρίδα μου, έλαβα το μήνυμά σου. Έρρωσο. Είσαι διαρκώς κοντά μου, το γνωρίζω. Κι’ εγώ ο Έλληνας γιός σου σ’ ακολουθώ από αμνημονεύτων χρόνων μ’ όλες μου τις ζωές κ’ όλα μου τα πρόσωπα!», μονολογώ με φωνή βροντερή που δεν την αναγνωρίζω σαν δική μου. Στον κοντινό περιμετρικό ορίζοντα η νύχτα μετανοιωμένη για τις επιλογές της αυτομαστιγώνεται από εκατοντάδες αστραπές…
    Λίγα βήματα ακόμη και κόβουμε κάθετα την παραλιακή… Βαδίζουμε στο δεξί πεζοδρόμιο, καθώς ανηφορίζουμε την Π. Συνδίκα...
  Τελικά, κανένα πράγμα δεν είναι τόσο σοβαρό όσο φαίνεται!», έσπασε το εύθραυστο προπέτασμα της σύμπραξης σιωπής και σκότους ο Δημήτρης και συμπλήρωσε: “Είναι δάνειο αυτό ή δικό σου, Παντέλο;”.   Ένα κύμα παγωμένου αέρα ταρακούνησε την ύπαρξή μου. Μέσα μου μια φωνή έγρουξε: “Επανέρχεσαι  
Τα δε έφη Κομφούκιος”, αποφάσισε όμως ο Άγιος Νικόλαος, που γιορτάζει σήμερα. Το λησμόνησες;  Μεγάλη η χάρη του  απάντησα στο φίλο μου. Μόλις τώρα είχα αρχίσει να επανακτώ την ικανότητά μου, να επικοινωνώ και πάλι με αξιώσεις. «Δόξα σοι ο Θεός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου