Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

8.Ελληνικές Παροιμίες (17)

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
8.Ελληνικές Παροιμίες (17)
Αίτιο & Αποτέλεσμα
Κουκιά τρως, κουκιά μαρτυράς.
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.
Όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι.
Όποιος κεντάει το γάιδαρο μυρίζεται τις πορδές του.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρών’ οι κότες.
Τον κώλο βάζει ο μάγειρας, σκατά θα μαγειρέψει.
Πάρε την κάργια οδηγό, να φας σκατό με το κιλό.
Ό,τι παθαίνει το κορμί, το φταίει το κεφάλι.
Όποιος διάβολο αγόρασε, διάβολο πουλάει.
Η κότα έκανε τ' αυγό ή το αυγό την κότα;
Κώλο είδες; Καρτέρα και τα σκατά του.
Ο μύλος αυτό που του βάνεις αλέθει.
Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού αλέθει ο μύλος.
Αν πεθάνω από συνάχι, η πανούκλα μούντζες να 'χει.
Αν δεν αστράψει, δεν βροντά, κι αν δε βροντά δε βρέχει.
Ανταμοιβή
Ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις.
Να λιλί, δώσ’ μου τσιτσί.
Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν.
Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.
Δουλειά χωρίς ανταμοιβή λέγεται τιμωρία.
Τον δουλευτή σου πλέρωνε και ψυχικά μην κάνεις.
Ευτυχία & Δυστυχία
Η ευτυχία κάνει φίλους και η δυστυχία τους δοκιμάζει.
Ηρεμία & Γαλήνη
Μετά τη μπόρα έρχεται η γαλήνη.
Απουσία
Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια.
Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;
Σα λείπεις απ’ το γάμο σου, άλλος γλεντά τη νύφη.
Υπερίσχυση
Η τέχνη και η πονηριά τη νικά την αντρειά.
Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.
Λάθη & Σφάλματα
Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα.
Παλιά αμαρτία, καινούργια ντροπή.
Ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνσιν εκ του ταμείου.
Απώλεια
Όποιος λυπάται το καρφί, χάνει και το πέταλο.
Το γέλιο χάνει την τιμή, το κολατσιό το γιόμα και το μικρό το δειλινό χάνει το μέγα δείπνο.
Αναπόφευκτο
Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.
Ή θα βρέξει ή θα χιονίσει ή καλό καιρό θα κάνει.
Όποιος περπατεί μυρίζει κι όποιος κάθεται βρωμίζει.
Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα.
Έτσι το ‘χει το λινάρι, να ανθεί τον Αλωνάρη.
Όπου βροντές και αστραπές, περίμενε βροχές.
Άσπαστα τ’ αυγά δεν πάνε στο τηγάνι.
Όσον μισώ τα κάρταμα, στα γένεια μου βλαστούσιν.
Πώς πάν’ αράπη τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, στο τέλος κάποιο θα μπει στον κώλο του.
Σχετικότητα
Ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
Ο ποντικός στην τρύπα του μεγάλος άρχος είναι.
Όποιος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο κι εθάμαξε.
Αταξία
Δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του.
Απ’ τη λεχώνα στη μαμή, εχάθη το παιδί.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του.
Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε.
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.
Κατάντια
Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
Μάθαν πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.
Αφεντικά και δούλοι, το ίδιο γενήκαμε ούλοι.
Εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.
Τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι.
Κούραση
Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
Όποιος διατάζει κι όποιος κλάνει ποτέ του δεν κουράζεται.
Φτώχεια
Έκανε το σκατό του παξιμάδι.
Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του.
Τον φτωχό και το χωριάτη ξένη έγνοια τον γερνάει.
Του φτωχού το εύρημα, ή καρφί ή πέταλο.
Εμ φτωχό τ’ αρνί, εμ πλατιά ουρά.
Ψωμί δεν έχουμε, τυρί ζητάμε.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Εδώ ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη.
Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν.
Θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός.
Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ’ σκούτε.
Θέλεις το φτωχό να σκάσει; Πες του λίρες να σ' αλλάξει.
Αγάλι - αγάλι τούμπανα, τι ‘ναι φτωχός ο γάμος.
Του φτωχού τ’ αρνί κριάρι δε γίνεται.
Έκατσε η δουλειά στην πόρτα και κυνήγησε τη φτώχεια.
Ο κώλος μας ξεβράκωτος κι η σκούφια μας με φιόρα.
Σιγά-σιγά τα όργανα κι είναι φτωχός ο γάμος.
Έχει ο σάκος άλευρα; Χριστός Ανέστη. Δεν έχει; θάνατον πατήσας.
Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.
Που γραψ’ ο Θεός ξεβράκωτο, ποτέ βρακί δε βάζει.
Ήθελε ο φτωχός να παντρευθεί κι η νύχτα δεν ευρέθη.
Ανάθεμα δυο πράγματα, φτώχεια και γεράματα.
Κάλλιο να ‘χω στον τόπο μου ελιές και παξιμάδι παρά στα ξένα ζάχαρη και να ορίζουν άλλοι.
Πείνα
Έπεσε ο λύκος στ’ άντερα.
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.
Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
Η πείνα κάστρα πολεμά και κάστρα παραδίνει.
Από το γάμο έρχομαι και μα την πείνα που ‘χω.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.
Ο πονεμένος αποκοιμήθηκε, ο νηστικός όχι.
Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Όταν κοιμάται ο γιόκας μου, ψωμί δε μας γυρεύει.
Αδύνατον ένι πεινών μη μνημονεύειν άρτου.
Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.
Ας πηδάμε κι ας γελάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
Αν δεν πεινάσουν οι φτωχοί, οι πλούσιοι δε χορταίνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου